- κώδων
- κώδων οколокол (устаревшая форма слова), см. καμπάναЭтим.дргр. κώδων, -ωνος < κώδεια / κώδυια «головка мака»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κώδων — bell masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
κωδώνοιν — κώδων bell masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδώνων — κώδων bell masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωνα — κώδων bell masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωνες — κώδων bell masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωνι — κώδων bell masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωνος — κώδων bell masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωσι — κώδων bell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδωσιν — κώδων bell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)